- θυιας
- θυϊάςI-άδος adj. f исступленная, неистовая Plut.II-άδος ἥ тиада, неистовствующая вакханка Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θυιάς — inspired fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυιάς — θυάς και διάφ. γρφ. θυάς, άδος, ἡ (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)] μσν. επίθεση, έφοδος, προσβολή αρχ. 1. γυναίκα μαινόμενη ή θεόπνευστη («μαινόμενα... οδύναις κεντροδαλήτισι θυιὰς Ἥρας», φρενοκρουσμένη από τους πόνους που τής προκαλούν τα κεντρίσματα τής Ήρας… … Dictionary of Greek
Θυίας — Θυίᾱς , Θυία mortar fem acc pl Θυίᾱς , Θυία mortar fem gen sg (attic doric aeolic) Θυίᾱς , Θυίη mortar fem acc pl Θυίᾱς , Θυίη mortar fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυίας — θυίᾱς , θυία mortar fem acc pl θυίᾱς , θυία mortar fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυιάδα — θυιάς inspired fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυιάδας — θυιάς inspired fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυιάδες — θυιάς inspired fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυιάδι — θυιάς inspired fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυιάδος — θυιάς inspired fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυιάδων — θυιάς inspired fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυιάσι — θυιάς inspired fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)